Μαλακῷ

Μαλακῷ
Μαλακός
soft
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μαλακῶ — Μαλακός soft masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακῶ — μαλακός soft masc/neut gen sg (doric aeolic) μαλακόω pres subj act 1st sg μαλακόω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακῷ — μαλακός soft masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαλακῶι — Μαλακῷ , Μαλακός soft masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακῶι — μαλακῷ , μαλακός soft masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Malakas — For the character in Tagalog mythology, see Philippine mythology#Creation stories. Malakas (Greek: μαλάκας) is a Greek slang word, whose literal translation is wanker but the usage of the term varies. Common alternative meanings include arsehole… …   Wikipedia

  • MOROCHTHIS Gemma — Dioscoridi λευκογραφὶς et γαλαζίας; Aetio μοροζὸς, ab Aegyptiis adhibita olim, ad dealbanda lintea: ᾧ χρῶνται, inquit, ςτιλπνοῦντες τὰς ὀςθόνας. Dioscorides, ᾧ καὶ ὁι ὀςθονοποιοὶ πρὸς λεύκωσιν τῶ ἱματίων χρῶνται, μαλακῷ καὶ ἐυανέτῳ ὄντι. Colore… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κώμυς — κώμυς, υθος, ἡ (Α) 1. δεμάτι, δέσμη («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι», Θεόκρ.) 2. κλάδος δάφνης 3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κώμυθες τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”